Αέρια αίματος

Μέσω της λειτουργίας του αναπνευστικού συστήματος ο αέρας που αναπνέουμε μεταφέρεται στους πνεύμονες, πολύ κοντά σε αγγεία με αίμα, και εκεί ανταλλάσσονται αέρια μεταξύ των δύο αυτών μέσων. Τα αέρια που ενδιαφέρουν κυρίως τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού είναι το Οξυγόνο (Ο2) και το Διοξείδιο του Άνθρακα (CO2), το οποίο καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και την οξύτητα του αίματος (pH). Όλες αυτές οι παράμετροι μπορούν να μετρηθούν με τη λήψη ενός μικρού δείγματος αίματος και την εξέτασή του σε ειδικό αναλυτή. Συνήθως για το δείγμα χρησιμοποιείται αίμα από αρτηρία, για τη λήψη του οποίου απαιτείται λίγο διαφορετική διαδικασία από την κλασική αιμοληψία του φλεβικού αίματος. Οι τιμές των αερίων του αίματος είναι χρήσιμες στη διάγνωση της υποξυγοναιμίας, δηλαδή της χαμηλής συγκέντρωσης Οστο αίμα, και κυρίως της υπερκαπνίας και της οξέωσης, που είναι διαταραχές σε σοβαρές πνευμονικές ή συστηματικές παθήσεις.

Σε ποιες περιπτώσεις είναι χρήσιμο να γίνει η εξέταση;

Όταν υπάρχει υποψία από τον πνευμονολόγο πως ο εξεταζόμενος παρουσιάζει συμπτώματα συμβατά με διαταραχή οξυγόνου, διοξειδίου του άνθρακα ή οξέων/βάσεων, τότε γίνεται η σύσταση να ελεγχθούν τα αέρια αίματος. Τα συνήθη συμπτώματα που παρουσιάζει είναι δυσκολία στην αναπνοή, «κοντή ανάσα» ή «γρήγορη αναπνοή» και υπεραερισμό. Επίσης, η εξέταση αυτή γίνεται προκειμένου να καθορισθεί η αποτελεσματικότητα της συνεχιζόμενης οξυγονοθεραπείας και κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων ώστε να ελέγχονται τα επίπεδα του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα.

Η μέτρηση αυτή γίνεται και στις περιπτώσεις που υπάρχει μια διαγνωσμένη αναπνευστική, μεταβολική ή νεφρική πάθηση και εμφανίζεται αναπνευστικό πρόβλημα.  Τέλος, μια άλλη περίπτωση στην οποία προσμετρώνται τα αέρια αίματος είναι σε ασθενείς με τραύμα στο κεφάλι ή στο λαιμό, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν την αναπνοή.